- περιβάλλω
- ΝΜΑ [βάλλω]1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.)4. ντύνω, ενδύωνεοελλ.1. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η περιβάλλουσαβλ. περιβάλλουσα2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το περιβάλλονβλ. περιβάλλοννεοελλ.-αρχ.1. αγκαλιάζω2. μτφ. επιθέτω κάτι σε κάποιον, προσάπτω, παρέχω (α. «περιβάλλει τα παιδιά με αγάπη και εμπιστοσύνη» β. «μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν» — μη μέ κάνεις να λιποψυχήσω, Παλλαδ.β. «περιβάλλειν τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ» — αποδίδω μομφή στον γιατρό, Ιπποκρ.)μσν.1. μέσ. περιβάλλομαινικώ2. παθ. (σχετικά με ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, κυριότητα) επιστρέφω, επανέρχομαιμσν.-αρχ.μτφ. αναμιγνύω κάποιον σε συμφορά, τόν εμπλέκω και τόν ρίχνω σε κάτι κακό, περιπλέκωαρχ.1. (σχετικά με οχυρωματικά κ.ά. παρόμοια έργα) οικοδομώ γύρω από κάτι άλλο, κατασκευάζω ολόγυρα τείχη, οχυρώνω2. αποφεύγω κάτι3. (για πλοία) παρακάμπτω ακρωτήριο, καβατζάρω, περιπλέω4. (για λαγό) συχνάζω5. επεκτείνω, αναπτύσσω6. υπερτερώ στη βολή, στη ρίψη7. υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον8. μέσ. α) περικλείω, περικυκλώνω κάτι προς όφελός μουβ) περιχαρακώνομαι, τοποθετώ κάτι γύρω μου για να υπερασπίσω τον εαυτό μουγ) κατανοώ, καταλαβαίνωδ) χρησιμοποιώ περιφράσεις, καλύπτω την ουσία πίσω από τις λέξεις9. (παθ. με μέσ. σημ.) παίρνω κάτι υπό την εξουσία μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι10. (ο παθ. παρακμ. με μέσ. σημ.) περιβέβλημαικαταλαμβάνω, κυριεύω11. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo περιβεβλημένονχώρος κλεισμένος ολόγυρα, περίβολος12. φρ. α) «περιβάλλω λόγον» — κάνω τον λόγο κομψόβ) «περιβάλλω τινὰ φυγῇ» — εξορίζωγ) «περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι» — διατρυπώ με το ξίφος μουδ) «περιβάλλειν το [ή πρὸς] λουτρόν» — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου.
Dictionary of Greek. 2013.